ὄμμα

ὄμμα
ὄμμα (ὄμμα, -ατι, -α; -άτων, -ασι.)
1 eye ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν with my gaze N. 7.66

μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43

ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.41

κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.63

ἀκτὶς ἀελίου ὦ μᾶτερ ὀμμάτων. because it gives birth to the light by which the eyes see

Πα. . 2. πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ Pae. 15.6

ὀμμ]άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν (supp. Lobel) Pae. 20.13 met., ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος, πύργος ἄστεος, ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι (i. e. light of comfort, cf. φάος, ὀφθαλμός) P. 5.56

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὄμμα — eye neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… …   Dictionary of Greek

  • Ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν. — См. Хозяйский глаз смотрок! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὄμμ' — ὄμμα , ὄμμα eye neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμμάτων — ὄμμα eye neut gen pl ὀμματόω furnish with eyes imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὀμματόω furnish with eyes imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμμασι — ὄμμα eye neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμμασιν — ὄμμα eye neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμματα — ὄμμα eye neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμματε — ὄμμα eye neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμματι — ὄμμα eye neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμματος — ὄμμα eye neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”